χρεωλυτῶ

χρεωλυτῶ
χρεωλυτέω
discharge a debt
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
χρεωλυτέω
discharge a debt
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
χρεωλυτεῖν
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
χρεωλυτεῖν
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] …   Dictionary of Greek

  • χρεολυτώ — έω, Α βλ. χρεωλυτῶ …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυσία — και χρεολυσία, η, ΝΑ [χρεωλυτῶ] πληρωμή χρέους νεοελλ. (νομ. οικον.) απόσβεση χρέους μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα και με ισόποσες δόσεις που καταβάλλονται σε ίσα χρονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • χρεωλύτησις — και χρεολύτησις, υτήσεως, ἡ, Α [χρεωλυτῶ] εξόφληση χρεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”